αἰγυπτίας

αἰγυπτίας
αἰγυπτίᾱς , αἰγυπτία
in Egyptian style
fem acc pl
αἰγυπτίᾱς , αἰγυπτία
in Egyptian style
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Αἰγυπτίας — Αἰγυπτίᾱς , Αἰγύπτιος in Egyptian style fem acc pl Αἰγυπτίᾱς , Αἰγύπτιος in Egyptian style fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • BUTHOE — urbs Illyridis. Βουθόιη Sophocli, Βουθόη Scylaci et Philoni, Butua Plinio l. 3. c. 22. Ptolemaeo mendose Bulva, hodie> Budua, vel Bnduvo; quam apud Stephanum quidam sic dictam volunt, διὰ τὸ Κάδμον ἐπὶ ζδ᾿γους Βοῶν ὀχούμενον, ταχέως ἀνύσαι την …   Hofmann J. Lexicon universale

  • GRACILITAS — crurum, inter praecipus olim habita, quae bonam formam corrumperent: fuitque hic habitus urbanorum dictriis semper obnoxius. Senec. In Sap. non cad. iniur. l. 2. In capitis mei laevitatem iocatus est, et in oculorum valetudinem et in crurum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • THEBE — I. THEBE Latinis Thebae, urbs Boeotiae ad Ismenum Fluv. Aliquot milliar. ab Asopo in Boream regionis quondam primaria. Tiva Sophiano, et Stives, vel Stibes. Eius arx Camaea dicta fuit. Nunc vicus, paucorum incolarum, sub Turcis, 50. mill. pass.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • εκατόμπυλος — ἑκατόμπυλος, ον (Α) (για πόλη ή τείχος) αυτός που έχει εκατό πύλες («Θήβας Αἰγυπτίας..., αἱ θ ἑκατόμπυλοι εἰσί») …   Dictionary of Greek

  • επικλίνω — ἐπικλίνω (AM) μσν. επιδοκιμάζω, συγκατανεύω αρχ. 1. προσδίδω επικλινή θέση 2. κατευθύνω σε κάτι 2. ενεργώ ώστε κάτι να πάρει μια ορισμένη κατεύθυνση 3. στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο, ακουμπώ 4. (για πόρτα) κλείνω 5. βρίσκομαι σε επικλινή θέση,… …   Dictionary of Greek

  • παπυρολογία — Η επιστήμη που ασχολείται με τα γραμμένα σε παπύρους αρχαία κείμενα. Mέχρι σήμερα έχουν βρεθεί πάπυροι τα κείμενα των οποίων είναι γραμμένα σε διάφορες γραφές και γλώσσες, όπως την αιγυπτιακή στα διαδοχικά της στάδια ως ιερογλυφική, ιερατική,… …   Dictionary of Greek

  • Καρπενησίου, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα το Καρπενήσι. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 97 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 58 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση υφίστανται οι παρακάτω αρχιερατικές επιτροπείες: Καρπενησίου… …   Dictionary of Greek

  • Μανασσής — I Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Μ. Πρωτότοκος γιος του πατριάρχη Ιωσήφ και της Αιγύπτιας Ασηνέθ. Ήταν αρχηγός της ομώνυμης φυλής, η οποία συγκαταλεγόταν στις δώδεκα φυλές του Ισραήλ. Η φυλή αυτή εγκαταστάθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της πεδιάδας του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”